- ἀγκύλλω
- ἀγκύλλω,A bend back, Aret.SA1.6, cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκύλλω — ἀγκύλλω (Α) [ἀγκύλος] κάνω κάτι αγκύλο, κάμπτω, λυγίζω … Dictionary of Greek
ογκύλλομαι — ὀγκύλλομαι και ὀγκυλοῡμαι, όομαι (Α) 1. διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι 2. μτφ. επαίρομαι, υπερηφανεύομαι («ὠγκυλωμένος υπερήφανος», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκυλον (πρβλ. αγκύλος: αγκύλλω)] … Dictionary of Greek